- δίλοβος
- -η και -ος -ο1. αυτός που έχει δύο λοβούς («δίλοβος στόμαχος», «δίλοβο παράθυρο»)2. το θηλ. ως ουσ. η δίλοβοςνυκτόβια ψυχή που ανήκει στα λεπιδόπτερα3. φρ. «δίλοβα τής καρδίας» — τα φυλλοκάρδια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δίλοβος — η, ο αυτός που έχει δύο λοβούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ουροπυγιακός — ή, ο [ουροπύγιο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ουροπύγιο 2. φρ. «ουροπυγιακός αδένας» ζωολ. ο δίλοβος δερμικός αδένας τών πτηνών που εκκρίνει μια λιπαρή ουσία με την οποία τα πουλιά αλείφουν τα φτερά τους για να τα αδιαβροχοποιήσουν … Dictionary of Greek